- τρισαθλία
- τρισαθλίᾱ , τρισάθλιοςthrice-unhappyfem nom/voc/acc dualτρισαθλίᾱ , τρισάθλιοςthrice-unhappyfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρισαθλίᾳ — τρισαθλίᾱͅ , τρισάθλιος thrice unhappy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισάθλια — τρισάθλιος thrice unhappy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισαθλίαν — τρισαθλίᾱν , τρισάθλιος thrice unhappy fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισάθλι' — τρισάθλια , τρισάθλιος thrice unhappy neut nom/voc/acc pl τρισάθλιε , τρισάθλιος thrice unhappy masc voc sg τρισάθλιαι , τρισάθλιος thrice unhappy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισάθλιος — α, ο / τρισάθλιος, ία, ον, ΝΜΑ τρεις φορές δυστυχισμένος, αξιολύπητος, δυστυχέστατος (α. «ταπεινότατη σού γέρνει / η τρισάθλια κεφαλή», Σολωμ. β. «εἰσῆλθε τοῖν τρισαθλίοιν ἔρις κακή», Σοφ.) νεοελλ. 1. κακοηθέστατος 2. φρ. «ελεεινός και… … Dictionary of Greek
ατιμία — Ανήθικη πράξη· κακοήθεια· αισχύνη. Στην αρχαία Αθήνα, α. ονομαζόταν η πράξη που επέφερε τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ενός πολίτη. Η στέρηση αυτή μπορούσε να είναι ολική ή μερική και ήταν η αυστηρότερη ποινή μετά τον θάνατο και την εξορία … Dictionary of Greek
γέρνω — (Μ γέρνω) 1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά») 2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ. «τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού») 3.… … Dictionary of Greek